• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stiff upper lip n figurative (stoicism, restraint)στωικότητα ουσ θηλ
  καρτερικότητα, υπομονή ουσ θηλ
 The British are famous for their stiff upper lip.
stiff upper lip n figurative (reserve, self-restraint) (μεταφορικά)επιφυλακτικότητα, αυτοσυγκράτηση ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
keep a stiff upper lip v expr figurative (remain stoic)κάνω υπομονή, δείχνω υπομονή ρ μ + ουσ θηλ
  υπομένω κτ στωικά έκφρ
  συγκρατώ τα συναισθήματά μου έκφρ
  συγκρατούμαι ρ αμ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stiff upper lip στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stiff upper lip».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!